συλληπτικός

συλληπτικός
συλληπ-τικός, ή, όν,
A collective, comprehensive,

ὀνόματα Eust.219.45

; τὸ πάντες συλληπτικόν Sch.Il.1. 424; σ. σχῆμα,=

σύλληψις 1.2

, Anon.Fig.p.158S. Adv.

-κῶς Eustr. in EN74.34

: [comp] Comp.

-ώτερον Eust.5.7

.
II apt or able to conceive,

τὰ θήλεα Arist.GA748a18

.
b promoting conception, Aët. ap. Phot. Bibl.p.180B.
III helpful, assisting, Nicom.Ar.2.19; τὸ ς. Plu.2.486a.
IV punctual, in Adv. -κῶς, opp. καθυστερικῶς, Ptol.Phas. p.11 H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συλληπτικός — collective masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικός — ή, όν, ΜΑ [συλλαμβάνω] 1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.) 2. περιεκτικός 3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη τού εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία… …   Dictionary of Greek

  • συλληπτικά — συλληπτικός collective neut nom/voc/acc pl συλληπτικά̱ , συλληπτικός collective fem nom/voc/acc dual συλληπτικά̱ , συλληπτικός collective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικώτερον — συλληπτικός collective adverbial comp συλληπτικός collective masc acc comp sg συλληπτικός collective neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικῶν — συλληπτικός collective fem gen pl συλληπτικός collective masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικόν — συλληπτικός collective masc acc sg συλληπτικός collective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικοί — συλληπτικός collective masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικοῦ — συλληπτικός collective masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικῇ — συλληπτικός collective fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτική — συλληπτικός collective fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλληπτικήν — συλληπτικός collective fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”