συλληπτικός — collective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικός — ή, όν, ΜΑ [συλλαμβάνω] 1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.) 2. περιεκτικός 3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη τού εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία… … Dictionary of Greek
συλληπτικά — συλληπτικός collective neut nom/voc/acc pl συλληπτικά̱ , συλληπτικός collective fem nom/voc/acc dual συλληπτικά̱ , συλληπτικός collective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικώτερον — συλληπτικός collective adverbial comp συλληπτικός collective masc acc comp sg συλληπτικός collective neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικῶν — συλληπτικός collective fem gen pl συλληπτικός collective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικόν — συλληπτικός collective masc acc sg συλληπτικός collective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικοί — συλληπτικός collective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικοῦ — συλληπτικός collective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικῇ — συλληπτικός collective fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτική — συλληπτικός collective fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτικήν — συλληπτικός collective fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)